- κοινώ
- κοινῶ, -όω (Α) [κοινός]1. κάνω γνωστό σε κάποιον κάτι, κοινοποιώ, μεταδίδω σε κάποιον κάτι, γνωστοποιώ, ανακοινώνω σε κάποιον κάτι (α. «τούτῳ θεοῡ μάντευμα κοινῶσαι θέλω», Ευρ.)β. «νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν», Πίνδ.)2. κάνω κάποιον μέτοχο ενός πράγματος3. μιαίνω, μολύνω4. μέσ. κοινοῡμαι, -όομαια) (σχετικά με θεούς ή με μαντεία) συμβουλεύομαιβ) συμφωνώ με κάποιονγ) βάζω κάτι μαζί με κάτι άλλοδ) συμμετέχω σε κάτιε) ενεργώ από κοινού με κάποιον άλλοστ) θεωρώ ως ακάθαρτο ή βέβηλοζ) παθ. κοινοῡμαι, -όομαισυνουσιάζομαιη) φρ. «κοινοῡμαι χρώματι» — χρωματίζομαι (Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.